- εξοικοδόμησις
- ἐξοικοδόμησις, η (Α) [εξοικοδομώ]η αποπεράτωση τής οικοδόμησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξοικοδομήσεως — ἐξοικοδομήσεω̆ς , ἐξοικοδόμησις building up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)